τριγυρνώ

τριγυρνώ
και τριγυρνάω Ν
βλ. τριγυρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριγυρνώ — τριγυρνάω / τριγυρνώ, τριγύρισα, τριγυρισμένος βλ. πίν. 70 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τριγυρνώ — βλ. τριγυρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολογυρνώ — άω περιφέρομαι συνεχώς γύρω από το ίδιο μέρος, τριγυρνώ, περιπλανώμαι, περιτριγυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολογυρίζω, με επίδραση τού γυρνώ (πρβλ. τριγυρνώ: τριγυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… …   Dictionary of Greek

  • αμφιμυκώμαι — ἀμφιμυκῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας 2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μυκῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • αναστρέφω — (AM ἀναστρέφω) ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. στρέφω, γυρίζω πίσω νεοελλ. μσν. (μέσ., ομαι) συναναστρέφομαι μσν. αναβάλλω αρχ. 1. ανασκάπτω, οργώνω 2. (μέσ. και παθ.) α) περιφέρομαι, τριγυρνώ β) συμπεριφέρομαι, διάγω γ) διαμένω, βρίσκομαι δ)… …   Dictionary of Greek

  • βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον …   Dictionary of Greek

  • θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… …   Dictionary of Greek

  • κλωθογυρίζω — (Μ κλωθογυρίζω) 1. στριφογυρίζω, γυρίζω γύρω γύρω από κάτι 2. τριγυρνώ, περιφέρομαι («όλη την ημέρα κλωθογυρίζει στα καφενεία και στις πλατείες») νεοελλ. 1. περιτριγυρίζω κάποιον ή πολιορκώ κάποιον ερωτικά 2. φρ. «τά κλωθογυρίζει» μιλά με… …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”